- διατατικός
- διατατικός, -ή, -όν (Α) [διατείνω]1. έντονος, εντατικός, αναγκαστικός2. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) «διατατικώτερον» — με μεγαλύτερη έκταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατατικώτερον — διατατικός on the stretch adverbial comp διατατικός on the stretch masc acc comp sg διατατικός on the stretch neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατατικόν — διατατικός on the stretch masc acc sg διατατικός on the stretch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατατικῶς — διατατικός on the stretch adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)